πυρφόρος
Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid
English (LSJ)
(parox.), ον,
A fire-bearing, esp. of lightning, π. κεραυνός Pi.N.10.71, A.Th.444, S.OC1658; ἀστραπαί Id.OT200 (lyr.); Διὸς ἔγχος Ar.Av.1749 (lyr.); πυρφόρος αἰθέρος ἀστήρ Id.Th.1050 (lyr.). b π. οἰστοί arrows with combustibles tied to them, so that they may set fire to woodwork, Th.2.75, Arr.An.2.21.3; τοῖς μὲν π… τοῖς δ' ἄλλοις βέλεσι D.S.20.96; οἱ π. ibid.; πυρφόρα, τά, ib. 88; πυρφόρος, ὁ, engine for throwing fire, fire-dart, Plb.21.7.1 (dub.), Jul.Or.2.62d. II in special senses, 1 epith. of several divinities, as of Zeus in reference to his lightnings, S.Ph.1198 (anap.); of Demeter, prob. in reference to the torches used by her worshippers, E.Supp.260; similarly π. θεαί of Demeter and Persephone, IG4.666.9 (Lerna), E.Ph.687 (lyr.); π. Ἀρτέμιδος αἴγλας S.OT 206 (lyr.); Προμηθεὺς π. the Fire-bringer, title of a satyric play of A., cf.S.OC55; also of Capaneus, A.Th.432, S.Ant.135 (lyr.); of Eros, AP5.87 (Rufin.); but, θεὸς π. the fire-bearing god, the god who produces plague or fever, S.OT27. 2 bearer of sacred fire in the worship of Asclepius, Ἀσκληπιοῦ δμῶα π. IG3.693; of the Syrian Goddess, Luc. Syr.D.42. b πυρφόρος, ὁ, in the Spartan army, the priest who kept the sacrificial fire, which was never allowed to go out, X.Lac.13.2: hence prov. of a total defeat, ἔδει δὲ μηδὲ πυρφόρον . . περιγενέσθαι Hdt.8.6, cf. D.C.39.45; οὐκ ἔσται π. (v.l. πυροφόρος) τῷ οἴκῳ Ἠσαύ LXX Ob.18. 3 π. ἡ ἐκ Δελφῶν bearer of sacred fire from Delphi, SIG711 D 22 (ii B.C.), cf. 728I (i B.C.); Φοίβου πυρφόροι IG4.666.15 (Lerna); also in a Bacchic thiasos, AJA37.253 (Latium, ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 825] Feuer tragend, bringend; κεραυνός, Blitz, Pind. N. 10, 71, wie Aesch. Spt. 425; Soph. O. C. 1654 O. R. 200; ἀνήρ, Aesch. Spt. 414; bei Soph. Ant. 135 heißt Kapaneus so, der die Fackel schwang; auch ἀστεροπητής, Zeus, Phil. 1183; und Prometheus, O. C. 55; aber auch von der Pest, O. R. 27; von Fackeln, τὰς πυρφόρους Ἀρτέμιδος αἴγλας, O. R. 206; θεά, Demeter, Eur. Suppl. 260; ἀστήρ, Ar. Th. 1050; ἔγχος Διός, Av. 1745. – Im Heere der Lacedämonier hieß so der Priester, der das ewige Opferfeuer im Brand erhielt, Xen. Lac. 13, 2 (vgl. Poll. 1, 14. 8, 116); dah. sprichwörtlich von einer gänzlichen Niederlage ἔδει δὲ μηδὲ πυρφόρον περιγενέσθαι, Her. 8, 6. – Von einer Maschine, mit welcher Feuer auf die feindlichen Schiffe geschleudert wird, Pol. 21, 5, 1; auch ὀϊστοί, Thuc. 2, 75, Brandpfeile, die zünden, wohin sie treffen; – ἀγγεῖον, ein Feuermaterie enthaltendes Gefäß, Poll. 10, 104.
Greek (Liddell-Scott)
πυρφόρος: -ον, ὁ φέρων πῦρ, Αἰσχύλ. Θήβ. 432· μάλιστα ἐπὶ κεραυνοῦ ἢ ἀστραπῆς, π. κεραυνὸς Πινδ. Ν. 10. 132, Αἰσχύλ. Θηβ. 444, Σοφ. Ο. Κ. 1658· ἀστραπαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 200· ἔγχος Διὸς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1749· καὶ οὕτω πιθανῶς, πυρφόρος αἰθέρος ἀστὴρ ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 1050· -πυρφόροι οἰστοὶ, βέλη ἔχοντα εὐφλέκτους οὐσίας προσδεδεμένας καὶ ἀνημμένας ὥστε νὰ δύνανται νὰ πυρπολῶσι πᾶν ξύλινον κατασκεύασμα, Θουκ. 1. 75· οὕτω μόνον πυρφόρα ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 88· - ὡσαύτως πυρφόρος, ὁ, μηχανὴ ἐξακοντίζουσα πῦρ, Πολύβ. 21. 5, 1· πρβλ. πυροβόλος. ΙΙ. ἰδιαιτέρως, 1) ἐπίθετον πολλῶν θεοτήτων, οἷον τοῦ Διὸς διὰ τοὺς κεραυνοὺς αὐτοῦ, Σοφ. Φιλ. 1198, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1751· τῆς Δήμητρος διὰ τοὺς πυρούς, οὓς οἱ λατρεύοντες αὐτὴν ἔφερον (πρβλ. δᾳδοῦχος), Εὐρ. Ἱκ. 260, πρβλ. Φοιν. 687· τῆς Ἀρτέμιδος (πρβλ. ἀμφίπυρος), Σοφ. Ο. Τ. 206· ἱερέως τοῦ Ἀσκληπιοῦ, Συλλ. Ἐπιγρ. 402, πρβλ. 1178, Λουκ. περὶ τῆς Συρ. Θεοῦ 42. 2) Προμηθεὺς π., ὁ τὸ πῦρ φέρων, ὄνομα τοῦ Προμηθέως ἐν Σατυρικῷ τινι δράματι τοῦ Αἰσχύλου, ἀνθ’ οὗ ὁ Πολυδ. Θ΄, 156, Ι΄, 64, ἔχει πυρκαεύς, ἴσως συγχέων αὐτὸ πρὸς τὸ Ναύπλιος πυρκαεὺς τοῦ Σοφοκλ., ἴδε Δινδ. εἰς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 187, Σοφ. Ο. Κ. 55· ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ Καπανέως, Αἰσχύλ. Θήβ. 452, Σοφ. Ἀντ. 135· ἐπὶ τοῦ Ἔρωτος, Ἀνθ. Π. 5. 88· - ἀλλὰ θεὸς πυρφόρος καλεῖται ὁ φλέγων θεός, δηλ. ὁ φέρων πυρετὸν ἢ λοιμόν, Σοφ. Ο. Τ. 27. 3) ὁ πυρφόρος, ἐν τῷ στρατῷ τῶν Λακεδαιμονίων ἦτο ὁ ἱερεὺς ὁ διατηρῶν τὸ πρὸς θυσίας ἱερὸν πῦρ, ὅπερ οὐδέποτε ἐσβέννυτο, Ξεν. Λακ. 13, 2. πρβλ. Sturz Λεξ. Ξεν. ἐν λέξ.· ἐντεῦθεν ἐπὶ ὁλοσχεροῦς ἥττης, ἕδεε δὲ μηδὲ πυρφόρον… περιγενέσθαι Ἡρόδ. 8. 6, πρβλ. Δίωνα Κ. 39. 45, Παροιμιογρ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. qui porte du feu, qui porte un flambeau ; ὁ πυρφόρος :
1 prêtre qui suivait les armées lacédémoniennes pour les sacrifices;
2 prêtre syrien;
II. qui apporte ou lance du feu :
1 en parl. de certaines divinités (Zeus, Artémis, etc.);
2 en parl. du soleil ; d’ord. en mauv. part, en parl. de la foudre ; πυρφόροι ὀϊστοί THC brandons;
3 fig. qui enflamme, càd qui apporte la fièvre, la maladie, la peste.
Étymologie: πῦρ, φέρω.
English (Slater)
πυρφόρος
1 firebearing Ζεὺς δ' ἐπ Ἴδᾳ πυρφόρον πλᾶξε ψολόεντα κεραυνόν (N. 10.71) “ἔδοξε γὰρ τεκεῖν πυρφόρον ἐρι[ ] Ἑκατόγχειρα” (v. τίκτω) Πα. 8A. 20.
Spanish
Greek Monolingual
και πυροφόρος, -ο / πυρφόρος και πυροφόρος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -α, Ν, πυριφόρος και πουροφόρος, -ον, Α
1. (ιδίως για κεραυνό ή αστραπή) αυτός που φέρει πυρ, φωτιά («πυρφόρον... κεραυνόν», Πίνδ.)
2. αυτός που μεταδίδει φωτιά («πυρφόρα βέλη» — βέλη που φέρουν στο άκρο τους εύφλεκτη ύλη αναμμένη και τα οποία ρίχνονται εναντίον στόχων για να τους πυρπολήσουν)
3. το αρσ. ως ουσ. ο πυρφόρος
α) είδος πολεμικής μηχανής με την οποία εκτόξευαν πυρφόρα βέλη («πυρφόρος, ᾧ ἐχρήσατο Παυσίστρατος ὁ τῶν Ροδίων ναύαρχος», Πολ.)
β) ιερέας στον στρατό τών Λακεδαιμονίων ο οποίος είχε ως έργο του τη διατήρηση της φωτιάς που προοριζόταν για θυσία, η οποία δεν έπρεπε να σβήσει ποτέ
γ) (στην Επίδαυρο και στο Άργος) αυτός που έφερε τη φωτιά της θυσίας
4. φρ. «Προμηθεύς πυρφόρος» — τίτλος σατυρικού δράματος του Αισχύλου, το οποίο έχει χαθεί
νεοελλ.
1. χημ. χαρακτηρισμός τών ουσιών που έχουν την ιδιότητα να αναφλέγονται αυθόρμητα κατά την παραμονή τους στον αέρα στη συνήθη θερμοκρασία ή και σε χαμηλότερη από αυτή, χωρίς να υποβάλλονται προηγουμένως σε θέρμανση, τριβή ή κρούση
2. φρ. α) «πυρφόρο κράμα»
χημ. χαρακτηρισμός κραμάτων του δημητρίου με το σίδηρο, το μαγνήσιο ή το αλουμίνιο, τα οποία έχουν την ιδιότητα να παράγουν σπινθήρες, όταν υποβάλλονται σε ελαφρά τριβή
β) «πυρφόρο του Γκαι-Λυσάκ»
χημ. εξαιρετικά εύφλεκτο μίγμα το οποίο προκύπτει κατά τη διάσπαση του θειικού καλίου παρουσία μεγάλης περίσσειας ενεργού άνθρακα, και αποτελείται από πολυθειούχο κάλιο, άνυδρο ανθρακικό κάλιο και άνθρακα
νεοελλ.-μσν.
το αρσ. ως ουσ. ο δρόμων που έφερε στην πλώρη είδος εμβόλου, χωρίς όμως αυτό να αποτελεί το κύριο όπλο του, όπως το έμβολο στην τριήρη, αλλά ήταν μόνο βοηθητικό μέσο για την εμβόλιση του εχθρικού πλοίου
αρχ.
1. προσωνυμία πολλών θεών, όπως του Διός, της Δήμητρος, της Περσεφόνης, της Αρτέμιδος, του Έρωτος κ.λπ. (α. «τήν τε πυρφόρον θεὰν Δήμητρα», Ευρ.
β. «τάς τε πυρφόρους Ἀρτέμιδος αἴγλας», Σοφ.)
2. αυτός που μεταφέρει το ιερό πυρ κατά τη λατρεία του Ασκληπιού
3. ηφαιστειώδης («πυροφόρον πεδίον», Ζώσ.)
4. αξίωμα σε βακχικό θίασο
5. μτφ. φλεγμονώδης
6. φρ. α) «πυρφόροι οἰστοί» ή απλώς «τὰ πυρφόρα» ή «οἱ πυρφόροι» — τα πυρφόρα βέλη
β) «πυρφόρος ἡ ἐκ Δελφῶν» — αυτή που φέρνει το ιερό πυρ από τους Δελφούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ, πυρός (για τις μορφές πυρ- και πυρι
βλ. λ. πῦρ) + -φόρος].
Greek Monotonic
πυρφόρος: -ον (φέρω),
I. αυτός που φέρει πυρ, που έχει φωτιά, σε Ευρ.· λέγεται για τον κεραυνό, σε Πίνδ., Αισχύλ.· πυρφόροι ὀϊστοί, βέλη με εύφλεκτες ουσίες πάνω τους, σε Θουκ.
II. Ειδικότερες σημασίες:
1. επίθ. του Δία για τους κεραυνούς του, σε Σοφ.· λέγεται για τη Δήμητρα, αναφορικά προς τους πυρσούς που κρατούσαν οι λάτρεις της, σε Ευρ.· λέγεται για την Άρτεμη, σε Σοφ.· αλλά θεὸς πυρφόρος, θεός που φέρνει πυρ, φωτιά, θεός που φέρνει λοιμό ή πυρετό, στον ίδ.
2. ὁπυρφόρος, στο στρατό των Λακεδαιμονίων ήταν ο ιερέας που κρατούσε την ιερή φωτιά για τη θυσία, η οποία δεν επιτρεπόταν να σβήσει ποτέ, σε Ξεν.· απ' όπου παροιμ., λέγεται για ολοσχερή ήττα, ἔδεε δὲ μηδὲ πυρφόρον περιγενέσθαι, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
πυρφόρος:
1) несущий огонь, огненный, пылающий (κεραυνός Pind.; ἀστραπαί Soph.);
2) несущий факел (ἀνήρ Aesch.);
3) зажигательный (ὀϊστοί Thuc.; βέλη Diod.);
4) несущий истребление, опустошительный (ὁ θεός Soph.);
5) огненосный (эпитет Зевса, Деметры, Артемиды и Прометея) Soph., Eur., Arph.;
6) зажигающий страстью (sc. ἔρως Anth.).
II ὁ
1) воен. огнемет (машина для метания зажигательных снарядов) Polyb.;
2) пирфор, огненосец (у лакедемонян, жрец, сопровождавший в походе армию со священным неугасимым огнем и пользовавшийся привилегией неприкосновенности) Xen., (тж. у ассирийцев) Luc.: ἔδεε μηδὲ πυρφόρον ἐκφυγόντα περιγενέσθαι Her. (по словам персов), даже огненосцу не спастись, т. е. должны погибнуть все до одного.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυρφόρος -ον [πῦρ, φέρω] vuur dragend, een toorts dragend:; ἄνδρα πυρφόρον een man die een toorts draagt Aeschl. Sept. 432; πυρφόρος... κεραυνός de vuurdragende bliksem Soph. OC 1658; epith. van goden; πυρφόρος ἀστεροπητής de vuurbrengende bliksemslingeraar (Zeus) Soph. Ph. 1198; overdr.. ὁ πυρφόρος θεός de vuurdragende god (de pest) Soph. OT 27; π. οἰστοί brandpijlen Thuc. 2.75.5; πυρφόρος αἰθέρος ἀστήρ een vurige ster aan de hemel Aristoph. Th. 1050. subst. vuurbrenger (priester); Luc. 44.42; spreekw.. ἔδει μηδὲ πυρφόρον... περιγενέσθαι er mocht zelfs geen priester van het vuur overleven Hdt. 8.6.2.
Middle Liddell
πυρ-φόρος, ον, φέρω
I. fire-bearing, Aesch.; of lightning, Pind., Aesch.:— πυρφόροι ὀϊστοί arrows with combustibles tied to them, Thuc.
II. in special senses,
1. epith. of Zeus in reference to his lightnings, Soph.; of Demeter, in reference to the torches used by her worshippers, Eur.; of Artemis, Soph.; —but θεὸς πυρφόρος the fire-bearing god, the god who produces plague or fever, Soph.
2. ὁ πυρφόρος, in the Lacedaemonian army, was the priest who kept the sacrificial fire, which was never allowed to go out, Xen.; hence proverb. of a total defeat, ἔδεε δὲ μηδὲ πυρφόρον περιγενέσθαι Hdt.