Γοργοφόνος

From LSJ
Revision as of 21:30, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Γοργοφόνος Medium diacritics: Γοργοφόνος Low diacritics: Γοργοφόνος Capitals: ΓΟΡΓΟΦΟΝΟΣ
Transliteration A: Gorgophónos Transliteration B: Gorgophonos Transliteration C: Gorgofonos Beta Code: *gorgofo/nos

English (LSJ)

ον,

   A Gorgon-killing, E.Fr.985: fem. Γοργοφόνα, as a name of Athena, Id.Ion1478 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

Γοργοφόνος: -ον, ὁ τῆς Γοργόνος φονεύς, Εὐρ. παρὰ Πλουτ. 2. 747D· θηλ. Γοργοφόνη, ὡς ὄνομα τῆς Ἀθηνᾶς, ὁ αὐτ. Ἴωνι 1478.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ, ἡ
mit. Gorgófono
1 hijo de Electrión, nieto de Perseo, Hes.Fr.193.13, Apollod.2.4.5.
2 rey de los epidaurios que, por mandato de un oráculo, fundó Micenas, Chrysermus 1.
3 ὁ, ἡ Γ. matador de Gorgo epít. de Perseo, E.Fr.985, Cleo Sic.SHell.340, Nonn.D.47.522, de Atenea Trag.Adesp.(?) en PKöln 245.8.

Greek Monolingual

Γοργοφόνος, -ον (θηλ. και Γοργοφόνη, η) (Α)
1. αυτός που σκοτώνει τη Γοργόνα
2. θηλ. ἡ Γοργοφόνα
επίθετο της Αθηνάς.

Greek Monotonic

Γοργοφόνος: -ον (*φένω), αυτός που σκότωσε τη Γοργώ· θηλ. Γοργοφόνη, προσωνύμιο της Αθηνάς, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

Γοργοφόνος: ὁ горгоноубийца, т. е. Персей Eur.

Middle Liddell

[*φένω
Gorgon-killing: fem. Γοργοφόνη, as a name of Athena, Eur.