θελημοσύνη
From LSJ
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
English (LSJ)
ἡ,= θέλησις, PMag.Par.1.2921 (pl.).
Greek Monolingual
θελημοσύνη, ἡ (Α) θελήμων
πάπ. η θέληση.