μελικτής

From LSJ
Revision as of 09:28, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελικτής Medium diacritics: μελικτής Low diacritics: μελικτής Capitals: ΜΕΛΙΚΤΗΣ
Transliteration A: meliktḗs Transliteration B: meliktēs Transliteration C: meliktis Beta Code: melikth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, Dor. μελι-κτάς, (μελίζω B)

   A singer, player; esp. fluteplayer, Theoc.4.30, Mosch.3.7; cf. μελιστής.

Greek (Liddell-Scott)

μελικτής: -οῦ, ὁ, Δωρ. -κτάς, (μελίζω Β) ἀοιδός, μουσικός, ἰδίως αὐλητής, Θεόκρ. 4. 30, Μόσχ. 3. 7· - ὡσαύτως μελιστής.

Greek Monolingual

μελικτής, δωρ. τ. μελικτάς, ὁ (Α) μελίζω
1. αοιδός, μουσικός, τραγουδιστής
2. (ειδικά) αυλητής («ἐγὼ δέ τις εἰμὶ μελικτὰς κεὖ μὲν τά Γλαύκας ἀγκρούομαι», Θεόκρ.).

Greek Monotonic

μελικτής: -οῦ, ὁ, Δωρ. -κτάς (μελίζω), τραγουδιστής, εκτελεστής μουσικού οργάνου, σε Θεόκρ., Μόσχ.

Middle Liddell

μελικτής, οῦ, ὁ, μελίζω
a singer, player, Theocr., Mosch.