πτύσχλοι

From LSJ
Revision as of 12:36, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην → friendship runs all over the earth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτύσχλοι Medium diacritics: πτύσχλοι Low diacritics: πτύσχλοι Capitals: ΠΤΥΣΧΛΟΙ
Transliteration A: ptýschloi Transliteration B: ptyschloi Transliteration C: ptyschloi Beta Code: ptu/sxloi

English (LSJ)

and πτύχλοι, οἱ,

   A = ὑποδημάτιόν τι, Phot.; πτύοχλον (leg. πτύσχλον), = ὑπόδημα ἀνδρεῖον, Hsch.: cf. ἕπτυσχλοι (quod fort. legend.).

Greek (Liddell-Scott)

πτύσχλοι: ἢ πτύχλοι, οἱ, ἴδε ἐν λ. ἔπτυσχλοι.

Greek Monolingual

οἱ, Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπόδημα ἀνδρεῑον»
2. (κατά τον Φώτ.) «ὑποδημάτιόν τι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει προέλθει από τη λ. ἕπτυσχλοι «ανδρικό υπόδημα που δενόταν με επτά ιμάντες» με σίγηση του αρκτικού ε-].