ἀνεμφάνιστος

From LSJ
Revision as of 14:30, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεμφάνιστος Medium diacritics: ἀνεμφάνιστος Low diacritics: ανεμφάνιστος Capitals: ΑΝΕΜΦΑΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: anemphánistos Transliteration B: anemphanistos Transliteration C: anemfanistos Beta Code: a)nemfa/nistos

English (LSJ)

ον,

   A without formal notification, δωρεαί, opp. ἐμφανεῖς, Just.Nov.162.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεμφάνιστος: -ον, ὁ μὴ ἐμφανιζόμενος, Ἰουστινιαν. Νεαρὰ ΡΞΒ΄, 1.

Spanish (DGE)

-ον sin notificación formal δωρεαί Iust.Nou.162.1.

Greek Monolingual

-η, -ο (-ος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να εμφανιστεί σε φωτογραφική πλάκα
2. (Νομ.) όποιος έχει κλητευθεί αλλά δεν έχει εμφανιστεί ενώπιον της δικαστικής αρχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εμφανίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό].