ἐπιβρέμω

From LSJ
Revision as of 16:15, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιβρέμω Medium diacritics: ἐπιβρέμω Low diacritics: επιβρέμω Capitals: ΕΠΙΒΡΕΜΩ
Transliteration A: epibrémō Transliteration B: epibremō Transliteration C: epivremo Beta Code: e)pibre/mw

English (LSJ)

   A make to roar, τὸ δ' (sc. πῦρ) ἐπιβρέμει ἲς ἀνέμοιο Il.17.739:—Med., roar, χείλεσιν δεινὸν ἐ. χελιδών (comicé) Ar.Ra.680 (lyr.), cf.Opp.C.4.171.    II. roar out, [ἐπ'] εὐάσμασι τοιάδ' ἐπιβρέμει E.Ba.151: abs., ring, οὔασιν ἠχή Musae.193; στεροπῇσιν Q.S.14.458.

German (Pape)

[Seite 930] anbrausen, τὸ (πῦρ) ἐπιβρέμει ἲς ἀνέμοιο, die Gewalt des Sturmes sacht das Feuer brausend an, Il. 17, 739; ἅμα δ' ἐπ' εὐάσμασιν ἐπιβρέμει τάδε Eur. Bacch. 151, mit Brausen ertönen lassen. – Intrans. bei sp. D., Mus. 193 ἐπιβρέμει οὔασιν ἠχή, tönt in die Ohren. – Das med. hat Ar. Ran. 680, ἐφ' οὗ δὴ χείλεσιν ἀμφιλάλοις δεινὸν ἐπιβρέμεται – χελιδών, auf dessen Lippen lärmt; ἐπιβρέμεται δ' ὃλος αἰθήρ Opp. Cyn. 4. 171.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβρέμω: ποιῶ τι βρέμειν, ἠχεῖν, παταγεῖν, τὸ δ’ (δηλ. τὸ πῦρ) ἐπιβρέμει ἲς ἀνέμοιο Ἰλ. Ρ. 739.- Μέσ., χείλεσιν ἀμφιλάλοις δεινὸν ἐπιβρέμεται Θρῃκία χελιδῶν, ἐκπέμπει ἀγρίας φωνάς, Ἀριστοφ. Βάτρ. 680, πρβλ. Ὀππ. Κ. 4. 171. ΙΙ. ἐπιβοῶ μετὰ φωνῆς βροντώδους, ἅμα δ’ ἐπ’ εὐάσμασιν ἐπιβρέμει τοιάδ’ Εὐρ. Βάκχ. 151:- ἀπολ., ἐξ ἁλὸς ἠνεμόφωνος ἐπιβρέμει οὔασιν ἠχὼ Μουσαῖος 193· οἶον ὅτε στεροπῇσιν ἐπιβρέμει ἄσπετος αἰθὴρ Κόϊντ. Σμ. 14. 458.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. ἐπέβρεμον;
faire mugir ou gronder, acc..
Étymologie: ἐπί, βρέμω.

English (Autenrieth)

set roaring, Il. 17.739†.

Greek Monolingual

ἐπιβρέμω (Α)
1. κάνω κάτι να ηχεί («τὸ δ' [τὸ πῡρ] ἐπιβρέμει ἲς ἀνέμοιο», Ομ. Ιλ.)
2. αντηχώ, βουίζω
3. κραυγάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βρέμω «ηχώ»].

Greek Monotonic

ἐπιβρέμω:I. κάνω κάτι να ηχεί, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., βρυχώμαι, κραυγάζω, σε Αριστοφ.
II. με σύστ. αιτ., λέω κάτι ουρλιάζοντας, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιβρέμω:
1) заставлять гудеть (τὸ πῦρ - acc. - ἐπιβρέμει ἲς ἀνέμοιο Hom.);
2) med. стрекотать, щебетать (χείλεσιν ἀμφιλάλοις ἐπιβρέμεται χελιδών Arph.);
3) восклицать (ἐπ᾽ εὐάσμασί τι Eur.).

Middle Liddell


I. to make to roar, Il.:—Mid. to roar, Ar.
II. c. acc. cogn. to roar out, Eur.