ἕκατος
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
ὁ, shortd. fr. ἑκατη-βόλος (q.v.), epith. of Apollo, Il.7.83, 20.295 :—as Subst., ἕκατος, ὁ, 1.385,20.71 (connected with ἑκατόν (sc. βέλη) by Simon.26 A) :—fem. ἑκάτη, epith. of Artemis, A.Supp. 676 (lyr.), Corn.ND32.
German (Pape)
[Seite 753] ὁ, weit-, fernhin schießend, Beiwort des Apollo, Il. 7, 83. 20, 295 u. sp. D.; ἑκάτη, Bein. der Artemis, Aesch. Suppl. 661, s. nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
ἕκᾰτος: ὁ, (ἑκὰς) ὁ τοξεύων μακράν, ὡς τὸ ἑκηβόλος, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἰλ. Η. 83., Υ 295· ὡς οὐσιαστ., ἕκατος, ὁ, Ἰλ. Α. 385., Υ 71· - θηλ. ἑκάτη, ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 676· πρβλ. Ἑκάτη.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui frappe au loin (Apollon) ; ὁ Ἕκατος le dieu qui frappe au loin (Apollon).
Étymologie: ἑκάς.
English (Autenrieth)
(ϝεκάς): far-working, subst., the far-worker; epith. of Apollo; cf. ἑκάεργος, ἑκατηβόλος. (Il.).
Greek Monotonic
ἕκᾰτος: ὁ (ἑκάς), αυτός που τοξεύει από μακριά, επίθ. του Απόλλωνα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἕκᾰτος: ἑκάς далекоразящий (эпитет Аполлона и Артемиды) Hom., Her., Aesch.