ὑποταύριον
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
τό,
A the part below the ταῦρος (111) or κοχώνη, Hippiatr. 48, prob. in Erot. s.v. τράμιν; also ὑπόταυρος, ὁ, Sch.Luc.Lex.1.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποταύριον: τό, τὸ μέρος τὸ ὑπὸ τὸν ταῦρον (ΙΙΙ), δηλ. τὸ μεταξὺ τοῦ πρωκτοῦ καὶ ὄρχεων μέρος, Ἱππιατρικ. 154, 5· ἴδε Valck. Animadver. ad Ammon. 40, ἴδε κοχώνη.
Greek Monolingual
τὸ, Α ὑπόταυρος
το τμήμα του σώματος, μεταξύ του πρωκτού και τών όρχεων, το περίνεο.