προτεύχω
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
English (LSJ)
in pf. inf. Pass. προτετύχθαι,
A to have happened beforehand, to be past, τὰ μὲν π. ἐάσομεν Il.16.60, 18.112. II to be brought to light, πρὸ γάρ τ' ἀναφανδὰ τέτυκται A.R.4.84.
German (Pape)
[Seite 792] (s. τεύχω), vorher verfertigen; Hom. perf. pass., ἀλλὰ τὰ μὲν προτετύχθαι ἐάσομεν, Il. 16, 60. 18, 112. 19, 65.
Greek (Liddell-Scott)
προτεύχω: κάμνω ἐκ τῶν προτέρων, Τζέτζ. πρὸ Ὁμ.380. - παθ. πρκμ. ἀπαρ. προτετύχθαι, προγεγονέναι, Ἰλ. 60, Σ. 112, Τ. 65.
French (Bailly abrégé)
faire ou fabriquer auparavant ; à l’inf. pf. Pass. προτετύχθαι IL être fait avant.
Étymologie: πρό, τεύχω.
English (Autenrieth)
pass. perf. inf. προτετύχθαι: perf. pass., be past and done, let ‘by-gones by by-gones.’ (Il.)
Greek Monolingual
ΜΑ
1. κάνω κάτι εκ τών προτέρων
2. παθ. προτεύχομαι
(ποιητ. τ.) έρχομαι στο φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + τεύχω «κατασκευάζω»].
Greek Monotonic
προτεύχω: κάνω κάτι εκ των προτέρων — Παθ., απαρ. παρακ. προτετύχθαι, έχω συμβεί από πριν, γίνομαι προτού, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
προτεύχω: раньше делать: τὰ μὲν προτετύχθαι ἐάσομεν Hom. то, что произошло, оставим, т. е. предадим забвению.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-τεύχω eerder doen:. τὰ μὲν προτετύχθαι ἐάσομεν laten we de dingen die gebeurd zijn vergeten Il. 16.60.
Middle Liddell
to do beforehand:—perf. pass. inf. προτετύχθαι, to have happened beforehand, to be past, Il.