iron
From LSJ
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
English > Greek (Woodhouse)
substantive
red hot iron: V. μύδρος, ὁ.
forge iron, v.: V. μυδροκτυπεῖν (absol.).
bar of iron, subs.: P. σιδήριον, τό.
be covered with iron, v.: P. σιδηροῦσθαι.
heavy with iron, adj.: V. σιδηροβριθής (Eur., Fragment).
land producing iron, : V. σιδηρομήτωρ αἶα ἡ.