Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
going back: V. ἄψορρος, παλίσσυτος.
quiet: P. and V. ἥσυχος, ἡσυχαῖος, ἀπράγμων (Eur., Fragment), P. ἡσύχιος; see shy.