δαιμονισμός

From LSJ
Revision as of 17:45, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαιμονισμός Medium diacritics: δαιμονισμός Low diacritics: δαιμονισμός Capitals: ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: daimonismós Transliteration B: daimonismos Transliteration C: daimonismos Beta Code: daimonismo/s

English (LSJ)

ὁ,    A demoniac possession, Vett. Val.2.18.

Greek (Liddell-Scott)

δαιμονισμός: ὁ, =δαιμονοληψία, Ὠριγέν. Κέλσ. 8, 66, καὶ σ. 417.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
posesión demoníaca πάθη δαιμονισμοῦ Vett.Val.2.16, ἀπὸ δαιμονισμοῦ ἔσθ' ὅτε ἀναφέρουσιν Origenes Cels.8.66.

Greek Monolingual

ο (AM δαιμονισμός) δαιμονίζομαι
το να κατέχεται κάποιος από δαίμονα.