διχαστῆρες
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
ὀδόντες, οἱ, A the incisors, Poll.2.91.
German (Pape)
[Seite 646] ὀδόντες, οἱ, Schneidezähne, Poll. 2, 91.
Greek (Liddell-Scott)
δῐχαστῆρες: ὀδόντες, οἱ, οἱ τομεῖς ἢ κοπτῆρες, Πολυδ. Β΄, 91.