δουριβαρής
From LSJ
Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...
English (LSJ)
κάματος burden A of a heavy spear, Wien.Stud. 25.3 (Crete).
Spanish (DGE)
(δουρῐβᾰρής) -ές
de pesada lanza δ. κάματος el esfuerzo de (llevar) una lanza pesada, ICr.2.23.22.2 (Polirrenia I a.C.).