δρόμαξ
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
ακος, ὁ, A good at running, κάμηλος Gp.16.22.7.
German (Pape)
[Seite 667] ακος, = folgdm, κάμηλοι, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
δρόμαξ: -ακος, ὁ, ἱκανὸς εἰς τὸ τρέχειν, κάμηλος Γεωπ. 16. 22, 7.
Spanish (DGE)
-ακος veloz, que va a la carrera, Gloss.2.281.