δόνημα

From LSJ
Revision as of 19:50, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δόνημα Medium diacritics: δόνημα Low diacritics: δόνημα Capitals: ΔΟΝΗΜΑ
Transliteration A: dónēma Transliteration B: donēma Transliteration C: donima Beta Code: do/nhma

English (LSJ)

ατος, τό,    A agitation, waving, δένδρου Luc.Salt.19.

German (Pape)

[Seite 657] τό, Bewegung, Erschütterung, Lucian. Salt. 19.

Greek (Liddell-Scott)

δόνημα: τό, ταραχή, διάσεισις, κίνησις δένδρου Λουκ. Ὀρχ. 19.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
secousse, agitation.
Étymologie: δονέω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
agitación δένδρου Luc.Salt.19, cf. Hdn.Gr.1.353, 2.935.

Greek Monolingual

το (AM δόνημα)
δόνηση, τράνταγμα.

Greek Monotonic

δόνημα: -ατος, τό, ταραχή, σείσιμο, κίνηση, δένδρου, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

δόνημα: ατος τό колыхание, качание (δένδρου Luc.).

Middle Liddell

δόνημα, ατος, τό, n [from δονέω
an agitation, waving, δένδρου Luc.