θερμοκρασία

From LSJ
Revision as of 21:25, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερμοκρᾱσία Medium diacritics: θερμοκρασία Low diacritics: θερμοκρασία Capitals: ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ
Transliteration A: thermokrasía Transliteration B: thermokrasia Transliteration C: thermokrasia Beta Code: qermokrasi/a

English (LSJ)

ἡ,    A mixing of hot drink, Aët.9.30.

Greek Monolingual

η (Α θερμοκρασία)
νεοελλ.
ο βαθμός θερμότητας ενός σώματος (α. «θετική θερμοκρασία» — η θερμοκρασία πάνω από 0 βαθμούς
β. «αρνητική θερμοκρασία» — η θερμοκρασία κάτω από 0 βαθμούς
γ. «θερμοκρασία ανθρώπου»)
αρχ.
η ανάμιξη θερμού ποτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -κρασία < -κρατος < κεράννυμι «αναμιγνύω» (πρβλ. α-κρασία, ευ-κρασία, συγ-κρασία). Η λ. με τη νεώτερη σημ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].