θηραγρέτης

From LSJ
Revision as of 21:30, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηραγρέτης Medium diacritics: θηραγρέτης Low diacritics: θηραγρέτης Capitals: ΘΗΡΑΓΡΕΤΗΣ
Transliteration A: thēragrétēs Transliteration B: thēragretēs Transliteration C: thiragretis Beta Code: qhragre/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,    A hunter, E.Ba.1020 (lyr., s.v.l.), AP6.184 (Zos.).

German (Pape)

[Seite 1208] ὁ, Wildfänger, Jäger; Eur. Bacch. 108; Zosim. 2 (VI, 184).

Greek (Liddell-Scott)

θηραγρέτης: -ου, ὁ κυνηγός, Εὐρ. Βάκχ. 1020, Ἀνθ. Π. 6. 184· ὡσαύτως, θηραγρευτής, Θεόδ. Πρόδρ. σ. 213.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chasseur.
Étymologie: θήρ, ἀγρέω.

Greek Monolingual

θηραγρέτης, ὁ (Α)
κυνηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -αγρέτης (< αγρώ), πρβλ. ιππ-αγρέτης, πυρ-αγρέτης].

Greek Monotonic

θηραγρέτης: -ου, ὁ (ἀγρέω), ο κυνηγός, σε Ευρ., Ανθ. Π.

Russian (Dvoretsky)

θηραγρέτης: ου ὁ зверолов, охотник Eur., Anth.

Middle Liddell

θηρ-αγρέτης, ου, ἀγρέω
a hunter, Eur., Anth.