κίταρις
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
English (LSJ)
εως, ἡ, A = κίδαρις (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1443] ἡ, = κίδαρις, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
κίταρις: -εως, ἡ, = κίδαρις, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
turban ou diadème des rois d’Asie.
Étymologie: DELG -.
Greek Monolingual
κίταρις, ἡ (Α)
κίδαρις, τιάρα («ἡ κίταρις ἐστῶσα περὶ τῇ κεφαλῇ», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κίδαρις.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κίταρις -εως, ἡ [~ κίδαρις] tiara.
Russian (Dvoretsky)
κίταρις: v. l. κίδαρις, εως ἡ китара (высокий остроконечный головной убор персидских царей) Plut.