κακομέτρητος

From LSJ
Revision as of 22:10, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκομέτρητος Medium diacritics: κακομέτρητος Low diacritics: κακομέτρητος Capitals: ΚΑΚΟΜΕΤΡΗΤΟΣ
Transliteration A: kakométrētos Transliteration B: kakometrētos Transliteration C: kakometritos Beta Code: kakome/trhtos

English (LSJ)

ον,    A illmeasured: τὸ κ., = sq., Eust.1644.32.

German (Pape)

[Seite 1301] schlecht gemessen, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

κακομέτρητος: -ον, ἐν τῇ μετρικῇ, κακῶς μεμετρημένος· τὸ κακομέτρητον, = τῷ ἑπομένῳ, διὰ τὸ κακομέτρητον Εὐστ. 1644. 32.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κακομέτρητος, -ον) κακομετρώ
νεοελλ.
ο μετρημένος εσφαλμένα ή αυτός που μετριέται ή απαριθμείται δύσκολα, δυσκολομέτρητος
αρχ.
(μετρική) στίχος κακώς μετρημένος, που έχει κακό, εσφαλμένο μέτρο.