καταβολεύς

From LSJ
Revision as of 22:45, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβολεύς Medium diacritics: καταβολεύς Low diacritics: καταβολεύς Capitals: ΚΑΤΑΒΟΛΕΥΣ
Transliteration A: kataboleús Transliteration B: kataboleus Transliteration C: katavoleys Beta Code: kataboleu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,    A founder, Sch.Pi.O.3.1.    II one who pays, Gloss.    III in pl., officers who collect payments due to the state, IG5(2).357.9 (Stymphalus, iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1340] ὁ, der Einsetzer, Gründer, Stifter, Schol. Pind. Ol. 3, 1 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καταβολεύς: έως, ὁ, ἱδρυτής, Γεωργ. Παχυμ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 1. σ. 566, Σχόλ. εἰς Πινδάρου Ο. 3. 1. ΙΙ. ὁ καταβάλλων χρήματα, ὁ ἀποτίνων, πληρώνων, Γλωσσ.

Greek Monolingual

καταβολεύς, -έως, ὁ (Α)
1. ο ιδρυτής
2. αυτός που καταβάλλει χρήματα, αυτός που πληρώνει
3. στον πληθ. οἱ καταβολεῑς
υπάλληλοι που συνέλεγαν τα οφειλόμενα προς το κράτος χρέη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καταβολ- < καταβάλλω «ιδρύω, καταβάλλω χρήματα» + κατάλ. -εύς (πρβλ. επι-βολεύς, υπο-βολεύς)].