καταδοξάζω

From LSJ
Revision as of 23:10, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδοξάζω Medium diacritics: καταδοξάζω Low diacritics: καταδοξάζω Capitals: ΚΑΤΑΔΟΞΑΖΩ
Transliteration A: katadoxázō Transliteration B: katadoxazō Transliteration C: katadoksazo Beta Code: katadoca/zw

English (LSJ)

   A = καταδοκέω, X.An.7.7.30, D.S.32.10:—Pass., ibid.    2 form a wrong opinion, Epicur.Nat.2.9, Herc.1413.4; ὑπέρ τινος D.H.6.10.

German (Pape)

[Seite 1347] gegen Einen meinen, eine ungünstige Meinung haben, Argwohn oder Mißtrauen hegen, mit acc. c. inf., Xen. An. 7, 7, 30; D. Hal. 6, 10 u. a Sp. auch = simplex, wie Suid. erkl., ἀπεικάζω, νομίζω.

Greek (Liddell-Scott)

καταδοξάζω: μέλλ. -άσω, = καταδοκέω, Ξεν. Ἀν. 7. 7, 30, Διοδ. Ἐκλογ. 520. 25· καὶ ἐν τῷ Παθ., αὐτόθι 39. 2) σχηματίζω ἐσφαλμένην γνώμην περί τινος, ὑπέρ τινος Διον. Ἁλ. 6. 10· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., αὐτόθι 29.

French (Bailly abrégé)

c. καταδοκέω.

Greek Monolingual

καταδοξάζω (Α)
1. καταδοκώ
2. σχηματίζω εσφαλμένη γνώμη για κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + δοξάζω «νομίζω» (< δόξα «γνώμη»)].

Greek Monotonic

καταδοξάζω: μέλ. —άσω = καταδοκέω, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-δοξάζω tot een tegengestelde conclusie komen, met acc. en inf.

Russian (Dvoretsky)

καταδοξάζω: питать подозрение, подозревать, предполагать (τινὰ ποιεῖν τι Xen.).

Middle Liddell

fut. άσω
= katadoke/w, Xen.