κηροχίτων

From LSJ
Revision as of 09:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηροχίτων Medium diacritics: κηροχίτων Low diacritics: κηροχίτων Capitals: ΚΗΡΟΧΙΤΩΝ
Transliteration A: kērochítōn Transliteration B: kērochitōn Transliteration C: kirochiton Beta Code: khroxi/twn

English (LSJ)

[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ,    A clad in wax, λαμπάς AP6.249 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1434] ωνος, mit Wachs bekleidet, λαμπάς Antp. Th. 13 (VI, 249).

Greek (Liddell-Scott)

κηροχίτων: ῑ, ωνος, ὁ, ἡ, περιβεβλημένος κηρόν, λαμπάδα κηροχίτωνα Ἀνθ. Π. 6. 249.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
à la robe de cire, recouvert de cire.
Étymologie: κηρός, χιτών.

Greek Monolingual

κηροχίτων, -ωνος, ὁ, ἡ (Α)
ο περιβεβλημένος με κηρό, κέρινοςλαμπάδα κηροχίτωνα», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -χίτων (< χιτών), πρβλ. σιδηρο-χίτων, χαλκο-χίτων].

Greek Monotonic

κηροχίτων: [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, περιβεβλημένος με κερί, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κηροχίτων: ωνος (ῐ) adj. покрытый или облитый воском (λαμπάς Anth.).

Middle Liddell

κηρο-χί˘των, ωνος,
clad in wax, Anth.