κοιλόφωνος

From LSJ
Revision as of 09:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιλόφωνος Medium diacritics: κοιλόφωνος Low diacritics: κοιλόφωνος Capitals: ΚΟΙΛΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: koilóphōnos Transliteration B: koilophōnos Transliteration C: koilofonos Beta Code: koilo/fwnos

English (LSJ)

ον,    A hollowvoiced, Hsch.s.v. ληκυθιστής. Adv. -νως, λαρυγγίζειν Phld.Rh.1.200 S.

German (Pape)

[Seite 1467] mit hohler Stimme, Hesych. v. ληκυθιστής.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλόφωνος: -ον, ἔχων κοίλην, ὑπόκωφον, βαθεῖαν φωνήν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ληκυθιστής.

Greek Monolingual

κοιλόφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει βαθιά, υπόκωφη φωνή.
επίρρ...
κοιλοφώνως (Α)
με βαθιά, υπόκωφη φωνή («κοιλοφώνως λαρυγγίζειν», Φιλόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ-φωνος, μεσό-φωνος].