κορυμβάς

From LSJ
Revision as of 09:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορυμβάς Medium diacritics: κορυμβάς Low diacritics: κορυμβάς Capitals: ΚΟΡΥΜΒΑΣ
Transliteration A: korymbás Transliteration B: korymbas Transliteration C: korymvas Beta Code: korumba/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, (κόρυς)    A string running round a net, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κορυμβάς: -άδος, ἡ, (κόρυς), σχοινίον περιθέον τὸ δίκτυον, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κορυμβάς, -άδος, ἡ (Α) κόρυμβος
το σχοινί που βρίσκεται γύρω γύρω στην άκρη του διχτιού και με το οποίο σφίγγεται και κλείνει το δίχτυ.