κυκλοέλικτος
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
ον, A revolving in a circle, Orph.H.8.11.
German (Pape)
[Seite 1526] im Kreise sich umwälzend, umdrehend, von der Sonne, Orph. H. 7, 11.
Greek (Liddell-Scott)
κυκλοέλικτος: -ον, ἑλισσόμενος, περιστρεφόμενος ἐν κύκλῳ, Ὀρφ. Ὕμν. 7. 11.
Greek Monolingual
κυκλοέλικτος, -ον (Α)
αυτός που περιστρέφεται σε κύκλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + ἑλικτός (< ἑλίσσω)].