λαμπαδίας

From LSJ
Revision as of 10:36, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαμπᾰδίας Medium diacritics: λαμπαδίας Low diacritics: λαμπαδίας Capitals: ΛΑΜΠΑΔΙΑΣ
Transliteration A: lampadías Transliteration B: lampadias Transliteration C: lampadias Beta Code: lampadi/as

English (LSJ)

ου, ὁ,    A kind of comet resembling a torch, Chrysipp.Stoic.2.201, Plin.HN2.90, Lyd.Mens.4.116.    2 the star Aldebaran, Ptol.Tetr.23; called λαμπαύρας in Procl.Par.Ptol.33.

German (Pape)

[Seite 11] ὁ, der Fackelträger, eine Art Komet, D. L. 7, 152. – Ptolem. nennt den Stern Aldebaran so.

Greek (Liddell-Scott)

λαμπᾰδίας: -ου, ὁ, ὁ φέρων λαμπάδα· 1) εἶδος κομήτου, Διογ. Λ. 7. 152, Πλίν. 2) ὁ ἀστὴρ Aldebaran, Πτολ. Τετράδ. 1. 8· καλούμενος λαμπαύρας ἐν Πρόκλ. παραφρ. Πτολ. σ. 33.

Greek Monolingual

ο (AM λαμπαδίας)
ο πιο λαμπρός από τους αστέρες του αστερισμού του ταύρου, αλλ. λαμπαύρας
(μσν. -αρχ.) είδος κομήτη που μοιάζει με λαμπάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπάς, -άδος + -ίας].

Russian (Dvoretsky)

λαμπᾰδίας: ου ὁ лампадий, факелоносец (род кометы) Diog. L.