λαλάζω
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
A = λαλαγέω, ὥστε κῦμα λ. Anacr.90; but λαλάξαι· τὴν γλῶσσαν ἐξελεῖν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 9] wie λαλαγέω, schwatzen, plaudern, Hesych.; von den plätschernden od. rauschenden Wellen des Meeres, Anacr. bei Ath. X, 447 a.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰλάζω: λαλαγέω, θορυβῶ, ἠχῶ, ὥστε κῦμα λ. Ἀνακρ. 90· - λαλάξαντες· «βοήσαντες» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λαλάζω (Α) (ποιητ. τ.) λαλώ
1. θορυβώ, ηχώ, αντηχώ («μηδ' ὥστε κῡμα πόντιον λάλαζε», Ανακρ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «λαλάξαι
τὴν γλῶσσαν ἐξελεῑν».
Russian (Dvoretsky)
λᾰλάζω: Anacr. = λαλαγέω.