μονόζωνος
πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech
English (LSJ)
ον, A girt up alone, i. e. journeying alone, Suid., etc. II μονόζωνοι, οἱ, men with a ζώνη only, light-armed, LXX 4 Ki.5.2,al., Hsch.
German (Pape)
[Seite 203] mit einem Gürtel, μονόζωνοι, leichtbewaffnete Krieger, LXX.; zum Recognosciren gebraucht, VLL., die auch λῃσταί u. μονομάχοι erkl. – Auch wie οἰόζωνος, allein, ohne Gefolge, Schol. Soph. O. R. 846; vgl. Ruhnk. ep. cr. p. 286.
Greek (Liddell-Scott)
μονόζωνος: -ον, ἐλαφρῶς ὡπλισμένος στρατιώτης, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. ΚΒ΄, 30). ― Καθόλου, εὔζωνος, ἀκροβολιστής, Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. Ε΄, 2), κτλ. ΙΙ. ὁ ὁδοιπορῶν μόνος, ἴδε Ruhnk. Ep. Cr. σ. 286, ὡς τὸ μονόζωστος, οἰόζωνος.
Greek Monolingual
μονόζωνος, -ον (ΑΜ)
(ως επίθ. και ως ουσ.)
1. αυτός που φορά μία μόνο ζώνη
2. (για στρατιώτη) αυτός που είναι ελαφρά οπλισμένος
αρχ.
1. αυτός που ταξιδεύει μόνος του
2. ακροβολιστής
3. (κατά το λεξ. Σούδα) «οἵ ἔφοδοι βάρβαροι ἢ ἀπελάται μάχιμοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ζωνος (< ζώνη), πρβλ. καλλί-ζωνος, μεγαλό-ζωνος].