μυριόμορφος

From LSJ
Revision as of 13:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐόμορφος Medium diacritics: μυριόμορφος Low diacritics: μυριόμορφος Capitals: ΜΥΡΙΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: myriómorphos Transliteration B: myriomorphos Transliteration C: myriomorfos Beta Code: murio/morfos

English (LSJ)

ον,    A of countless shapes, of Dionysus, AP9.524.13; of Apollo, ib.525.13; of Isis, APl.4.264.    II μυριόμορφον, τό, = Ἀχίλλειος, Ps.-Dsc.4.36.

German (Pape)

[Seite 219] unendlich vielgestaltig; so heißen Apollo und Dionysus, Hymn. (IX, 3, 524 u. 525, 13); Isis, Ep. ad. 271 (Plan. 264).

Greek (Liddell-Scott)

μῡριόμορφος: -ον, ὁ ἔχων ἀναριθμήτους μορφάς, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, κτλ., Ἀνθ. Π. 9. 525, 13: ― τὸ μυριόμορφον, ὄνομα τοῦ φυτοῦ ἀχιλλείου, Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθων) 4. 36.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui revêt mille formes.
Étymologie: μυρίοι, μορφή.

Greek Monolingual

μυριόμορφος, -ον (Α)
1. (για τον Διόνυσο και για τον Απόλλωνα) αυτός που έχει ή που παίρνει αναρίθμητες μορφές
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μυριόμορφον
το φυτό αχίλλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -μορφος (< μορφή)].

Greek Monotonic

μῡριόμορφος: -ον (μορφή), αυτός που έχει αναρίθμητες μορφές (λέγεται για τον Απόλλωνα), σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μῡριόμορφος: принимающий бесчисленное множество форм (Διόνυσος Anth.).

Middle Liddell

μῡριό-μορφος, ον μορφή
of countless shapes, Anth.