μώμημα
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
Full diacritics: μώμημα | Medium diacritics: μώμημα | Low diacritics: μώμημα | Capitals: ΜΩΜΗΜΑ |
Transliteration A: mṓmēma | Transliteration B: mōmēma | Transliteration C: momima | Beta Code: mw/mhma |
ατος, τό, A blame, v.l. for μώκημα, LXXSi.31(34).18.
[Seite 225] τό, das Getadelte, der Gegenstand des Tadels od. Spottes, VLL.
μώμημα: τό, ψόγος, ἐμπαιγμός, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΛΑ΄, 18).
μώμημα, τὸ (Α) μωμώμαι
περίγελος, εμπαιγμός, σκώμμα, ψόγος.