νεοκηδής

From LSJ
Revision as of 13:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοκηδής Medium diacritics: νεοκηδής Low diacritics: νεοκηδής Capitals: ΝΕΟΚΗΔΗΣ
Transliteration A: neokēdḗs Transliteration B: neokēdēs Transliteration C: neokidis Beta Code: neokhdh/s

English (LSJ)

ές,    A whose grief is fresh, θυμός Hes.Th.98.

German (Pape)

[Seite 242] ές, in neuen, frischen Sorgen, frischer Trauer, θυμός, Hes. Th. 98.

Greek (Liddell-Scott)

νεοκηδής: -ές, ὁ ἔχων πρόσφατον θλῖψιν, Ἡσ. Θ. 98· ὡς τὰ νεοπενθής, νεοπαθής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui souffre d’une douleur récente.
Étymologie: νέος, κῆδος.

Greek Monolingual

νεοκηδής, -ές (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει πληγεί από πένθος πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -κηδής (< κῆδος «φροντίδα»), πρβλ. φιλο-κηδής].

Greek Monotonic

νεοκηδής: -ές (κῆδος), αυτός που έχει πρόσφατο πένθος, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

νεοκηδής: охваченный новой скорбью, страдающий от свежей раны (θυμός Hes.).

Middle Liddell

νεο-κηδής, ές κῆδος
whose grief is fresh, freshgrieving, Hes.