παλινστομέω
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
A = δυσφημέω, speak words of ill omen, A.Th.258.
German (Pape)
[Seite 450] wieder reden, wie παλιλλογέω, Aesch. Spt. 240.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλινστομέω: δυσφημέω, λέγω λόγους δυσοιώνους, Αἰσχύλ. Θήβ. 258.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
parler de nouveau.
Étymologie: πάλιν, στόμα.
Greek Monotonic
πᾰλινστομέω: ξεστομίζω κακά προμαντεύματα, ανακοινώνω άσχημους οιωνούς, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλινστομέω: опять говорить или говорить наперекор, сулить недоброе Aesch.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλινστομέω [πάλιν, στόμα] onheilspellende woorden spreken.