παραινετικός

From LSJ
Revision as of 15:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὰ ἐν τῷ σώματι ἀποκρινόμενα → bodily secretions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραινετικός Medium diacritics: παραινετικός Low diacritics: παραινετικός Capitals: ΠΑΡΑΙΝΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: parainetikós Transliteration B: parainetikos Transliteration C: parainetikos Beta Code: parainetiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A hortatory, π. καὶ ὑποθετικὸς τόπος Aristo Stoic.1.80. Adv. -κῶς S.E.M.1.271, Rev. Ét.Gr.28.56 (Egypt).

German (Pape)

[Seite 479] ή, όν, zum Zureden, Ermuntern, Lehren gehörig, Sext. Emp. adv. Math. 7, 12, öfter, u. a. Sp., auch im adv.

Greek (Liddell-Scott)

παραινετικός: -ή, -όν, συμβουλευτικός, π. καὶ ὑποθετικὸς λόγος Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 12. Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 274 25.

Greek Monolingual

-ή, -ό / παραινετικός, -ή, -όν, ΝΜΑ παραινέτης
1. αυτός που εμπεριέχει παραίνεση, συμβουλή, συμβουλευτικός
2. αυτός που εμπεριέχει προτροπή, ενθάρρυνση, παρακινητικός, προτρεπτικός.
επίρρ...
παραινετικώς και -ά / παραινετικῶς, ΝΑ
με παραινετικό τρόπο, συμβουλευτικά.

Russian (Dvoretsky)

παραινετικός: убеждающий, действующий путем убеждения (λόγος Sext.).