πατρορραίστης

From LSJ
Revision as of 15:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατρορραίστης Medium diacritics: πατρορραίστης Low diacritics: πατρορραίστης Capitals: ΠΑΤΡΟΡΡΑΙΣΤΗΣ
Transliteration A: patrorraístēs Transliteration B: patrorraistēs Transliteration C: patrorraistis Beta Code: patrorrai/sths

English (LSJ)

ου, ὁ,    A parricide, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

πατρορραίστης: -ου, ὁ, ὁ πατροκτόνος. - Κατὰ τὸν Σουΐδ.: «ὁ τὸν πατέρα τύπτων».

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) ο πατροκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -ρραίστης (< ῥαίω «συντρίβω»), πρβλ. λυκο-ρραίστης].