πρέσβα

From LSJ
Revision as of 18:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut

Menander, Monostichoi, 399
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρέσβᾰ Medium diacritics: πρέσβα Low diacritics: πρέσβα Capitals: ΠΡΕΣΒΑ
Transliteration A: présba Transliteration B: presba Transliteration C: presva Beta Code: pre/sba

English (LSJ)

(only nom.), ἡ, Ep. fem. of πρέσβυς,    A august, honoured (never aged); in Il. mostly of Hera, Ἥρη πρέσβα θεά 5.721, 8.383, al.; πρέσβα Διὸς θυγάτηρ Ἄτη 19.91; later, π. Δίκη Q.S.13.378; in Od., of a mortal, πρέσβα Κλυμένοιο θυγατρῶν 3.452.

German (Pape)

[Seite 698] ἡ, bes. altep. fem. zu πρέσβυς, die vornehme, ehrwürdige; Ἥρη, πρέσβα θεά, Il. 5, 721 u. öfter; auch Ἄτη, 19, 91; in der Od. auch von einer sterblichen Frau, πρέσβα Κλυμένοιο θυγατρῶν, 3, 452.

Greek (Liddell-Scott)

πρέσβᾰ: -ης, -ἡ, ἀρχ. Ἐπικ. θηλ. τοῦ πρέσβυς (κατὰ τύπον ὅμοιον τῷ δῖα, πότνα), σεβαστή, ἔντιμος, τετιμημένη, (οὐδέποτε ἡ προβεβηκυῖα)· ἐν τῇ Ἰλ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῆς Ἥρας, Ἥρη πρέσβα θεὰ Ε. 721, Θ. 383, κτλ.· ὡσαύτως, πρέσβα Διὸς θυγάτηρ Ἄτη Τ. 91· ἐν τῇ Ὀδ., ἐπὶ θνητῆς, πρέσβα Κλυμένοιο θυγατρῶν Γ. 452· ― πρβλ. πρέσβειρα, πρεσβηίς. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πρέσβα· ἔντιμος, πρεσβυτάτη, σεμνή».

French (Bailly abrégé)

ης;
adj.
vénérable.
Étymologie: cf. πρέσβυς.

English (Autenrieth)

see πρέσβυς.

Greek Monolingual

και πρέσβεα και πρέσβεια, ἡ, Α
(ως επικ. τ. θηλ. του πρέσβυς)
1. σεβαστή, τιμημένη
2. ως κύριο όν. Πρέσβα
α) (στην Ιλιάδα) προσωνυμία της Ήρας
β) (στην Οδύσσεια) προσωνυμία θνητής
γ) προσωνυμία της Δίκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επικοί τ. θηλ. του πρέσβυς σχηματισμένοι πιθ. προς διευθέτηση μετρικών αναγκών].

Greek Monotonic

πρέσβᾰ: -ης, ἡ, Επικ. θηλ. του πρέσβυς, σεβαστή, τιμημένη, συνήθως λέγεται για την Ήρα, Ἥρη, πρέσβα θεά, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

πρέσβᾰ: adj. f
1) старшая (Εὐρυδίκη, π. Κλυμένοιο θυγατρῶν Hom.);
2) почтенная, высокая, великая (Ἣρη, π. θεά Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρέσβα [~ πρέσβυς] alleen nom. en vocat., als adj. f., eerbiedwaardig (meestal van een godin).

Middle Liddell

πρέσβᾰ, ης,
epic fem. of πρέσβυς, the august, honoured, mostly of Hera, Ἥρη, πρέσβα θεά Il.