προεκπέμπω
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
English (LSJ)
A send out before, Ph.2.110, J.AJ13.7.3, Plu.Cam.41, Alc.34; ἐλπίδας περὶ σεαυτοῦ Lib.Or.55.33.
German (Pape)
[Seite 719] vorher heraus- oder fortschicken; Plut. Alc. 34 u. öfter; Luc. Alex. 56.
Greek (Liddell-Scott)
προεκπέμπω: ἐκπέμπω πρότερον, Πλουτ. Κάμιλλ. 41, Ἀλκιβ. 34, κτλ.
French (Bailly abrégé)
envoyer auparavant ou en avant, gén..
Étymologie: πρό, ἐκπέμπω.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
προεκπέμπω: μέλ. -ψω, στέλνω έξω από πριν, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
προεκπέμπω: заранее или вперед высылать (τοὺς ἀρίστους τῶν ἱππέων Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-εκπέμπω vooruitsturen.