σεμνοπρέπεια

From LSJ
Revision as of 22:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεμνοπρέπεια Medium diacritics: σεμνοπρέπεια Low diacritics: σεμνοπρέπεια Capitals: ΣΕΜΝΟΠΡΕΠΕΙΑ
Transliteration A: semnoprépeia Transliteration B: semnoprepeia Transliteration C: semnoprepeia Beta Code: semnopre/peia

English (LSJ)

ἡ,    A grave, solemn bearing, D.L.8.36.

German (Pape)

[Seite 871] ἡ, würdiger, vornehmer Anstand, Würde im Aeußern; Diog. L. 8, 36; Synes.

Greek (Liddell-Scott)

σεμνοπρέπεια: ἡ, σοβαρός, σεμνὸς τρόπος, ἐξωτερικόν, μεγαλεῖον, Διογ. Λ. 8. 36· ἐπὶ προσφωνήσεων, ἡ, σὴ σεμν., ὡς τὸ παρ’ ἡμῖν «ἡ ὑμετέρα μεγαλειότης», Συνέσ. 266Β, κτλ.· ἐπὶ τῆς Παρθένου, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ σεμνοπρεπής
σεμνοπρεπής συμπεριφορά, σοβαρή και σεμνή εμφάνιση και διαγωγή, ευπρέπεια
αρχ.
φρ. «ἡ σὴ σεμνοπρέπεια»
(ως προσφώνηση) η εξοχότητά σου.

Russian (Dvoretsky)

σεμνοπρέπεια: ἡ величавость, серьезность Diog. L.