σιδηρόπλοκος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A plaited of iron, Hld.9.15.
German (Pape)
[Seite 879] aus Eisen geflochten, Heliod. 9, 15.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρόπλοκος: -ον, ὁ διὰ σιδήρου πλεχθείς, Ἡλιόδ. 9. 15.
Greek Monolingual
-ον, Α
πλεγμένος με σίδηρο («σκέπασμα σιδηρόπλοκον», Ηλιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -πλοκος (< πλέκω), πρβλ. χρυσεό-πλοκος].