στημνίον

From LSJ
Revision as of 23:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στημνίον Medium diacritics: στημνίον Low diacritics: στημνίον Capitals: ΣΤΗΜΝΙΟΝ
Transliteration A: stēmníon Transliteration B: stēmnion Transliteration C: stimnion Beta Code: sthmni/on

English (LSJ)

τό,    A yarn, IG11(2).159 A 16 (Delos, iii B.C.): pl., PMich.Zen.16.1 (iii B.C.), cf. Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

στημνίον: «ὃ ἡμεῖς κατάστημον ἢ πολύστημον» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) νήμα, κλωστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη λ. στή-μων είτε με τη μηδενισμένη βαθμίδα του επιθήματος -μων (πρβλ. λί-μνη: λειμών) είτε με συγκοπή του φωνήεντος -ω-].