συνάορος

From LSJ
Revision as of 23:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνάορος Medium diacritics: συνάορος Low diacritics: συνάορος Capitals: ΣΥΝΑΟΡΟΣ
Transliteration A: synáoros Transliteration B: synaoros Transliteration C: synaoros Beta Code: suna/oros

English (LSJ)

   A v. συνήορος.

German (Pape)

[Seite 1001] dor. statt συνήορος (w. m. vgl.), zusammengespannt, verbunden; bes. von der Ehe, substant., ὁ, ἡ, der Gatte, die Gemahlinn, νύμφας ἔθηκεν ὀρφανὰς ξυναόρων, Eur. Or. 1, 136; ὦ ξυνάορ' ἀθλιωτάτη, Phoen. 1689, u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

συνάορος: -ον, Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀντὶ συνήορος, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
uni à, qui accompagne, τινι ; ὁ ξυνάορος époux EUR ; ἡ ξυνάορος épouse EUR.
Étymologie: συναείρω.
Syn. γαμετή, δάμαρ, εὐνήτρια, παράκοιτις, πάρευνος, σύγκοιτος, σύζυγος, ἄκοιτις, ἄλοχος, εὖνις², εὐνήτειρα.

English (Slater)

συνᾱορος, ξυνᾱορος
   1 accompanying c. dat. εὐλογία φόρμιγγι συνάορος (N. 4.5) μελίφρονος ἀρχὰν σκολίου ξυνάορον ξυναῖς γυναιξίν fr. 122. 15.

Greek Monolingual

-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. συνήορος.

Greek Monotonic

συνάορος: -ον, Δωρ. και Αττ. αντί συνήορος.

Russian (Dvoretsky)

συνάορος: (ᾱ), эп.-ион. συνήορος 2 сопутствующий (δαιτί Hom.).
ὁ и ἡ супруг(а) Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνάορος -ον zie συνήορος.

English (Woodhouse)

husband

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)