τηρητήριον
From LSJ
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
English (LSJ)
τό, = Lat. A servatorium, Gloss. (written tiritrion).
Greek Monolingual
τὸ, Α
το δεσμωτήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηρῶ (Ι) + επίθημα -τήριον (πρβλ. μελετη-τήριον)].