τριχάρακτος

From LSJ
Revision as of 09:10, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐχάρακτος Medium diacritics: τριχάρακτος Low diacritics: τριχάρακτος Capitals: ΤΡΙΧΑΡΑΚΤΟΣ
Transliteration A: tricháraktos Transliteration B: tricharaktos Transliteration C: tricharaktos Beta Code: trixa/raktos

English (LSJ)

[χᾰ], ον, (χαράσσω)    A divided in three places, πίναξ τ. ζώναις Ps.-Callisth. 1.4.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχάρακτος: [χᾰ], -ον, ὁ κεχαραγμένος εἰς τρία, Ψευδοκαλλισθένης σ. 4, σημ. 3.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
χαραγμένος ή χωρισμένος στα τρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + χαρακτός (< χαράσσω), πρβλ. δι-χάρακτος].