ἀθυρόστομος

From LSJ
Revision as of 11:27, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀθῠρόστομος Medium diacritics: ἀθυρόστομος Low diacritics: αθυρόστομος Capitals: ΑΘΥΡΟΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: athyróstomos Transliteration B: athyrostomos Transliteration C: athyrostomos Beta Code: a)quro/stomos

English (LSJ)

ον,    A = ἀθυρόγλωττος, ἀ. Ἀχώ ever-babbling Echo, S.Ph.188 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀθῠρόστομος: -ον, = ἀθυρόγλωττος, ἀθ. ἀχώ, ἀδιακόπως λαλαγοῦσα ἢ ἀντιλαλοῦσα ἠχώ, Σοφ. Φ. 188, πρβλ. ἄθυρος, ΙΙ. Α. Β. 352.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui bavarde sans retenue, indiscret.
Étymologie: ἄθυρος, στόμα.

Spanish (DGE)

(ἀθῠρόστομος) -ον
que no cierra la boca, que no calladel eco, S.Ph.188, de pers. τῆς ἀρετῆς οὐδέποτε νικωμένης τοῖς τῶν ἀθυροστόμων ψόγοις Pall.V.Chrys.19.186.

Greek Monotonic

ἀθῠρόστομος: -ον (θύρα, στόμα) = ἀθυρόγλωττος, αυτός που πολυλογεί, που φλυαρεί αδιάκοπα, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀθῠρόστομος: говорливый, неумолчный.

Middle Liddell

θύρα, στόμα, = ἀθυρόγλωττος,]
ever-babbling, Soph.