ἀκριβεύω

From LSJ
Revision as of 11:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρῑβεύω Medium diacritics: ἀκριβεύω Low diacritics: ακριβεύω Capitals: ΑΚΡΙΒΕΥΩ
Transliteration A: akribeúō Transliteration B: akribeuō Transliteration C: akriveyo Beta Code: a)kribeu/w

English (LSJ)

   A use accurately, τὴν ἀντωνυμίαν Did. ap. Sch.Pi.N.4.3:—in Med., S.E.M.1.71:—Pass., ἐὰνμὴ ἀκριβεύσωμαι ὑφ' ὑμῶν unless I receive precise instructions from you, PAmh.2.154.7 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 81] = ἀκριβόω, Schol. Pind. N. 4, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρῑβεύω: ἀκριβόω, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 4. 3. Μέσ. Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 71.

Spanish (DGE)

1 usar con precisión τὴν ἀντωνυμίαν Did. en Sch.Pi.N.4.5
en v. med. ser preciso περί τινος S.E.M.1.71, περὶ τῆς σωτηρίας Ep.Barn.2.10.
2 med. informarse detalladamenteἀνθύπατος πάντα ἀκριβευσάμενος A.Andr.Gr.22.1
seguir instrucciones concretas ἐὰν μὴ ἀκριβεύσωμαι ἀφ' ὑμῶν περὶ ἑκάστου πράγματος PAmh.154.7 (VI d.C.).

Greek Monolingual

ἀκριβεύω) ἀκριβής
χρησιμοποιώ κάτι όπως και όταν πρέπει, ακριβολογώ
νεοελλ.
ακριβαίνω
αρχ.
-ομαι
1. είμαι ακριβής
2. εξετάζω, ερευνώ προσεκτικά
«ἠκριβεύετο παρ’ αὐτοῡ τὶ τῶν καλῶν αὐτῷ κατώρθωται πώποτε» (Παλλάδιος 1164 c)
3. οδηγούμαι από κάποιον «ἐάν μὴ ἀκριβεύσωμαι ὑφ’ ὑμῶν» (Πάπυρ.).