ἀλλοδοξία
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
ἠ, A mistaking of one thing for another, ib. 189b. II revolutionary spirit, D.C.79.5.
German (Pape)
[Seite 103] ἡ, für ψευδὴς δόξα, Plat. Theaet. l 89 b u. Sp., wie D. Cass. 79. 5.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
I equivocación por tomar una cosa por otra, confusión ἀλλοδοξίαν τινὰ οὖσαν φευδῆ φαμεν εἶναι δόξαν Pl.Tht.189b, ἀπορία καὶ ἀ. Plot.4.4.17.
II 1opinión diferente o contraria al régimen político, oposición καθηγεμὼν ... ἀλλοδοξίας D.C.79.5.3.
2 heterodoxia Ath.Al.M.26.532B, cf. M.26.369A.
Greek Monolingual
η (Α ἀλλοδοξία) ἀλλόδοξος
νεοελλ.
το να ανήκει κανείς σε άλλο θρησκευτικό δόγμα, η ετεροδοξία
αρχ.
σφαλερή γνώμη ή αντίληψη.
Russian (Dvoretsky)
ἀλλοδοξία: ἡ неправильное мнение, заблуждение Plat.