ἀμφιάνακτες
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
English (LSJ)
ων, οἱ, nickname of A dithyrambic poets, because their odes often began thus—ἀμφί μοι αὖθις ἄνακτα or ἀμφί μοι αὖτε, ἄναξ, Sch.Ar.Nu.595. ἀμφιανακτίζω, sing dithyrambic hymns, Cratin. 67, Ar.Fr.59, cf. foreg.
German (Pape)
[Seite 136] sollen nach Schol. Ar. Nubb. 586 u. Suid. die Dithyrambendichter von dem so gewöhnlichen Anfang ihrer Lieder: ἀμφί μοι αὖτε Φοῖβ' ἄναξ, genannt sein.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιάνακτες: -ων, οἱ σκωπτικὸν ἐπώνυμον τῶν διθυραμβοποιῶν, οἵτινες συνεχῶς ἐν τοῖς προοιμίοις τῶν διθυράμβων οὓς ἐποίουν μετεχειρίζοντο τὰς φράσεις: ἀμφί μοι αὖθις ἄνακτα, ἢ ἀμφί μοι αὖτε, ἄναξ· ἴδε Ἀριστοφ. Νεφ. 595 καὶ Σχόλ. ἐν τόπῳ.
Spanish (DGE)
-ων, οἱ
los que están alrededor de los reyes mote de los poetas que empiezan sus versos con ἀμφί μοι αὖτις ἄνακτα Sch.Ar.Nu.595.
Greek Monolingual
ἀμφιάνακτες, οι (Α)
σκωπτική ονομασία τών διθυραμβοποιών, γιατί στα προοίμια τών διθυράμβων τους συνήθως άρχιζαν με τη φράση «ἀμφί μοι αὖθις ἄνακτα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφὶ- + ἄναξ, ἄνακτος.
ΠΑΡ. ἀμφιανακτίζω.