ἀνεγκωμίαστος
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
English (LSJ)
ον, A not praised, Isoc.9.73, J.AJ4.6.13.
German (Pape)
[Seite 219] nicht gepriesen, Isocr. 9, 73.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεγκωμίαστος: -ον, ὁ μὴ ἐγκωμιασθείς, Ἰσοκ. 204Α, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 4. 6, 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non vanté.
Étymologie: ἀ, ἐγκωμιάζω.
Spanish (DGE)
-ον
no alabado Isoc.9.73, I.AI 4.156, Corp.Herm.Fr.23.27.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνεγκωμίαστος, -ον)
αυτός που δεν εγκωμιάστηκε.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεγκωμίαστος: не восхваляемый: οὐκ ἀ. Isocr. прославленный.