ἀνελλήνιστος

From LSJ
Revision as of 13:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνελλήνιστος Medium diacritics: ἀνελλήνιστος Low diacritics: ανελλήνιστος Capitals: ΑΝΕΛΛΗΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: anellḗnistos Transliteration B: anellēnistos Transliteration C: anellinistos Beta Code: a)nellh/nistos

English (LSJ)

ον,    A not Grecian, S.E.M.1.181, Phryn.300, EM777.53.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνελλήνιστος: -ον, ὁ μὴ Ἑλληνικός, τί τέ ἐστιν Ἑλληνικὸν καὶ τί ἀνελλήνιστον Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Γραμμ. 181, σ. 255.

Spanish (DGE)

-ον
no griego τί τέ ἐστιν ἑλληνικὸν καὶ τί ἀνελλήνιστον S.E.M.1.181, cf. Phryn.299, EM 777.53G.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνελλήνιστος, -ον) ελληνίζω
1. μη ελληνικός, μη σύμφωνος με τους κανόνες της Ελληνικής, σόλοικος ή βάρβαρος
2. αυτός που δεν ξέρει ή ξέρει πολύ λίγο την ελληνική γλώσσα.

Russian (Dvoretsky)

ἀνελλήνιστος: Sext. = ἀνέλλην.